Eπιστολές Κυπρίων από το Μέτωπο και δωρεές για το «ΟΧΙ»

Ο «Φ» ΣΤΟ «ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΒΙΘΟΠΟΥΛΟΣ» ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Αθήνα: Μεγαλοπρεπές «ΟΧΙ», με έργα και όχι με λόγια, είπε τον Οκτώβρη του 1940 και ο κυπριακός λαός. Χωρίς να τους πιέσει κανείς, δίχως καμία καθοδήγηση «από πάνω» και χωρίς να προσδοκούν σε οποιοδήποτε προσωπικό όφελος, οι Έλληνες της Κύπρου στάθηκαν, για μία ακόμη φορά στην ιστορία, στο πλευρό της Ελλάδας, βοηθώντας όσο και όπως μπορούσαν στη δύσκολη στιγμή.


Η είδηση ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία προκάλεσε στην Κύπρο μεγάλο ενθουσιασμό. Οι ελληνικές σημαίες, απαγορευμένες από το 1931, υψώθηκαν ξανά σε κάθε μέρος του νησιού. Οι λαϊκές εκδηλώσεις γέννησαν ένα αυθόρμητο εθελοντικό ρεύμα από άνδρες, αλλά και γυναίκες, που ήθελαν να καταταγούν.


Οι αποικιοκράτες Άγγλοι δεν το είδαν με καλό μάτι, γιατί φοβόντουσαν την εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει η κινητοποίηση αυτή. Θέλησαν λοιπόν να περιορίσουν τα όρια της κινητοποίησης στο πλαίσιο ενός συντάγματος που πολέμησε στο Μέτωπο. Την ίδια ώρα, έρανοι ξεκίνησαν παντού. Ακόμη και οι πιο φτωχοί συνεισέφεραν ό,τι τους είχε απομείνει. Μόνο η Κερύνεια πρόσφερε την αξία ενός αεροπλάνου.


Η Κύπρος ήταν η πρώτη βρετανική αποικία που έστειλε στρατιώτες σε επιχειρήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Ιανουάριο του 1940.Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς, υπηρέτησαν στο «Κυπριακό Σύνταγμα» και την «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη» του βρετανικού στρατού περισσότεροι από 37.000 στρατιώτες, από τους οποίους οι 800 ήταν γυναίκες που στελέχωσαν διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες.


Πέραν της αυτοδιάθεσης των στρατιωτών, στην Κύπρο πραγματοποιήθηκαν και έρανοι για την οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα. Τουλάχιστον 350.000 λίρες συγκεντρώθηκαν τότε για να αποσταλούν στον αγωνιζόμενο ελληνικό στρατό, καθώς και 15.000 δαχτυλίδια αρραβώνων από ανθρώπους που θέλησαν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο!


Οι επιστολές και τα σημειώματα από το «Αρχείο Ελληνικών Γραμμάτων Γεώργιος Λεβιθόπουλος», που παρουσιάζει σήμερα ο «Φιλελεύθερος», αποτυπώνουν αυτήν ακριβώς την πατριωτική «ρουτίνα» των Κυπρίων για τα αδέλφια τους. Διαφαίνεται, επίσης, και η πεποίθηση, η πίστη ότι ο αγώνας των Ελλήνων κατά των Ιταλών και των δυνάμεων του Άξονα είναι δίκαιος… «Την κάρτα σου την επήρα. Αποπνέει την πεποίθησην που όλοι νοιώθουμεν για την τελική νίκη του δικαίου κατά της αδικίας, της ελευθερίας κατά της βίας. Ξεύρεις ότι σωβινιστής δεν είμαι γιατί αυτός είναι που οδήγησε τους Γερμανούς στον πόλεμον, αλλά για τον πόλεμόν μας ενάντια στους Ιταλούς βρίσκω τα στοιχεία της πάλης του πολιτισμού ενάντια στην πιο αισχρά βαρβαρότητα του φασισμού και του Ναζισμού που αν επικρατούσε θα εξαλείφοντο από το πρόσωπο της Γης -εκεί κατατείνουν τα δύο αυτά συστήματα- όχι μόνον οι νεώτερες κοινωνικές κατακτήσεις αλλά κι αυτές οι στοιχειώδεις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης» αναφέρει χαρακτηριστικά μία από τις επιστολές. Στα γράμματα και τα σημειώματα που έφταναν στο μέτωπο, οι αποστολείς προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εμψυχώσουν τους στρατιώτες και να τους δώσουν δύναμη να συνεχίσουν.«Πολλές είναι οι επιστολές που έχουμε στο αρχείο, που χρονολογούνται από το 1934. Κάποιες υπογραφές είναι δυσανάγνωστες, αλλά τα ονόματα που διακρίνονται είναι: Μικελής Φραγκοφίνος, αποστολέας από Λεμεσό, Αντιγόνη Φλωρίδου, Ήβη Γεωργιάδου, Γ. Οικονομίδης, Μαριγώ και Αιμίλιος Φραγκοφίνου επίσης από τη Λεμεσό. Επίσης, υπάρχει και η υπογραφή του Χριστόδουλου Παπαδόπουλου, δικηγόρου Αθηνών, καθώς και ενός ιερέα που δεν αναφέρεται το όνομά του και τον προσφωνούν ως αιδεσιμότατο. Από ένα πιστοποιητικό, προκύπτει η ενορία του και το χωριό του» εξηγεί στον «Φιλελεύθερο» ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Δήμος Λεβιθόπουλος, δημιουργός του Αρχείου με το όνομα προς τιμήν του αντιστασιακού πατέρα του.


Μέχρι τη γερμανική εισβολή, τον Απρίλιο του 1941, στην Ελλάδα μεταφέρθηκαν περίπου 6.000 άνδρες του «Κυπριακού Συντάγματος», Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι έφτασαν μέσω Λιβύης και Αιγύπτου. Οι περισσότεροι υπηρέτησαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, για τη διάνοιξη οδικών και οχυρωματικών έργων και τη μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών. Το «Κυπριακό Σύνταγμα» περιελάμβανε βοηθητικά σώματα, όπως λόχους ημιονηγών, σκαπανέων, μεταγωγικού, αποβατικών σκαφών, κινητών πλυντηρίων, αλλά και τάγμα Πεζικού και Μηχανικού. Εκατοντάδες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη, κατά τη συμμαχική υποχώρηση. Τουλάχιστον 2.000 από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν… Στον ελληνικό στρατό κατάφεραν να καταταγούν μόνο όσοι Κύπριοι ζούσαν στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους, 40 περίπου φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα και πολέμησαν στο αλβανικό μέτωπο.Αργότερα, πολλοί Κύπριοι συνέχισαν την ένοπλη δράση τους πολεμώντας στις αντιστασιακές οργανώσεις εναντίον της τριπλής φασιστικής κατοχής, είτε στις ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Για την παρουσία δύο Κυπρίων «Τουρκοκυπρίων, αλλά φιλελλήνων, που μάλιστα είχαν αλλάξει τα ονόματά τους σε ελληνικά και ζούσαν στην περιοχή της Γκιόνας, βοηθώντας σε δουλειές τους σαμποτέρ» είχε μιλήσει στον «Φιλελεύθερο» ο Θέμης Μαρίνος που συμμετείχε με τις συμμαχικές δυνάμεις στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου.


Οι Κύπριοι υπηρέτησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Γαλλία, όπου οι ημιονηγοί («μουλαράδες») διακρίθηκαν στην εκκένωση της Δουγκέρκης, στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή και την Ιταλία.


Ο 13χρονος Αναστάσιος στα ελληνοαλβανικά σύνορα

Μια πτυχή της ιστορίας που δεν βρήκε χώρο στις ένδοξες σελίδες του έπους του 1940. Ένα παραλειπόμενο του ελληνοϊταλικού πολέμου που δεν θα το μαθαίναμε σήμερα, αν δεν το εντόπιζε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ακρόπολις» ο Γιώργος, γιος του Δήμου Λεβιθόπουλου.


Και μια άγνωστη ιστορία της Κατοχής εμπνέει ακόμη και σήμερα ένα νέο, 16χρονο παιδί. Στην εφημερίδα «Ακρόπολις» της 10ης Δεκεμβρίου του 1940, μία φωτογραφία ενός στρατιώτη φιγουράρει στο πρωτοσέλιδο. Πρόκειται, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, για τον Αναστάσιο Χαραλαμπόπουλο του Αλεξάνδρου, ετών 13. Όταν ξεκίνησε η επιστράτευση, ο πατέρας του πιτσιρίκου επιστρατεύτηκε και επιβιβάστηκε στο τρένο για το μέτωπο. Η ίδια ιστορία δημοσιεύεται επίσης σε μια γαλλική εφημερίδα, τη «La Message».


Στο ίδιο τρένο μπήκε κρυφά και ο 13χρονος, μόνο που… επέλεξε το βαγόνι με τις αποσκευές. Και έτσι, ο μικρός έφτασε στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Όταν πλέον τον ανακάλυψαν, ήταν αργά και ήταν πολύ δύσκολο -αν και υπήρχε ο τρόπος- να επιστρέψει στην Αθήνα. Οπότε, ο Αναστάσιος έμεινε εκεί, βοηθώντας όπως μπορούσε τους Έλληνες φαντάρους. Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι όταν ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Κορυτσά, ο μικρός ήρωας παρέλασε πρώτος. Εκεί, μάλιστα, του δόθηκε τιμητικά ο τίτλος του δεκανέα… «Διάβασε την ιστορία ο Γιώργος και ενθουσιάστηκε. Μπορεί επειδή είναι παιδί ακόμα και η ηλικία του είναι κοντά με του 13χρονου τότε Αναστάση, μπορεί κι επειδή θα ήθελε να το έκανε ο ίδιος αν ήταν σε αυτή τη θέση, ήταν σα να τού “μίλησε” στην καρδιά. Κάθισε λοιπόν κι έγραψε μια επιστολή με τίτλο “Ο ηρωάκος”, που πρόκειται να εκδοθεί τις επόμενες μέρες σε βιβλίο» εξηγεί στον «Φ» ο Δήμος Λεβιθόπουλος, ο οποίος χαίρεται διπλά που ο γιος του εκτιμά το Αρχείο και -κυρίως- εμπνέεται από αυτό.Στο μεταξύ, το Γενικό Επιτελείο Στρατού και η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού έχουν επιδοθεί σε μια αναζήτηση του Αναστάσιου Χαραλαμπόπουλου, ο οποίος, αν ζει, σήμερα θα είναι 86 ετών.


Έλλη Ζουρούδη: Η κατάσκοπος των Βρετανών

Ήταν μία από τις πιο όμορφες γυναίκες που ζούσαν στην Αθήνα το 1940, η πρωτοπόρος του χορού και του μελοδράματος στην Ελλάδα. Γεννημένη στην Αίγυπτο, από καλή οικογένεια, η Έλλη Ζουρούδη είχε την παιδεία, την οξυδέρκεια, αλλά και το ταλέντο να διαπρέψει.


Κι όμως, η ίδια επέλεξε να είναι στρατιώτης στον πόλεμο κατά των Γερμανών ναζί που είχαν καταλάβει την Αθήνα. Έγινε κατάσκοπος των Βρετανών και, ως άλλη Μάτα Χάρι, φυγάδευσε δεκάδες στελέχη -Βρετανούς, Νεοζηλανδούς, Κύπριους, Γάλλους- των συμμαχικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.


Επίσης, μετέφερε έγγραφα και μηνύματα από και προς άτομα των οποίων τα ονόματα δεν ήξερε καν, ενώ έκανε μέχρι και… «δημόσιες σχέσεις» με αξιωματικούς του εχθρού για να τους απασχολήσει την ίδια ώρα που άλλοι από την οργάνωση έψαχναν το σπίτι ή το γραφείο τους.


Βιογράφος της Έλλης Ζουρούδη υπήρξε ο Δήμος Λεβιθόπουλος, στον οποίο εμπιστεύτηκε την ιστορία της, που θυμίζει περισσότερο σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, ακόμη και παραμύθι. Στον ίδιο, χάρισε και ένα μεγάλο μέρος του φωτογραφικού της αρχείου, καθώς και τα ντοκουμέντα που έχουν σχέση με την καλλιτεχνική της καριέρα.«Τη γνώρισα όταν με φώναξε για να της γράψω το βιβλίο της, γύρω στο 1987. Μια γυναίκα σε προχωρημένη ηλικία, που εξακολουθούσε να εκπέμπει δυναμισμό και ερωτισμό» περιγράφει στον «Φ» ο Δ. Λεβιθόπουλος.


Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, η Έλλη Ζουρούδη υποστήριζε αναφανδόν τον ελληνικό στρατό. «Οι παραστάσεις της ήταν υπό την αιγίδα του βασιλιά. Η ίδια ήταν από τις πρωτεργάτριες του Ελληνικού Μελοδράματος -μαζί με τον Μανώλη Καλομοίρη στη μουσική- που ήταν ο προπομπός της Ελληνικής Λυρικής Σκηνής. Στο στούντιό της, στην οδό Νίκης, δίδασκε χορό σε νέες κοπέλες. Νεαρός δημοσιογράφος, ο Σακελλάριος τότε, γράφει στην εφημερίδα για την επιτυχία της Σχολής. Μέχρι τότε, τους ανδρικούς ρόλους στον χορό τους κάνανε γυναίκες.


Κανείς άνδρας δεν πήγαινε να χορέψει – υπήρχε και πρόβλημα στο… μουστάκι! Η Ζουρούδη, επειδή ήθελε άνδρες παρτενέρ, προσλαμβάνει χορευτές ομοφυλόφιλους. Και επειδή τότε η ομοφυλοφιλία ήταν ποινικό αδίκημα, όποιος πήγαινε στη Σχολή της είχε και την προστασία της. Γι’ αυτό, προπολεμικά, έχουν περάσει από εκεί δεκάδες γνωστοί καλλιτέχνες, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης που επιμελείτο τα σκηνικά και τα κοστούμια» εξηγεί ο Δ. Λεβιθόπουλος.


Όταν το μέτωπο υποχώρησε και οι ναζί κατέλαβαν την Αθήνα, η Ζουρούδη δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. «Αισθανόμουν ανάγκη κάτι να κάνω. Κάτι, αλλά τι; Η καλλιτεχνική μου προσφορά ήταν μια άχρηστη υπερπολυτέλεια στη δύσκολη αυτή εποχή. Ο πόλεμος δεν είναι φεστιβάλ. Έχει ανάγκη μόνο από στρατιώτες κι αυτό ένιωθα την ανάγκη να γίνω. Στρατιώτης», είπε η Ζουρούδη. «Μια μαθήτριά μου, η κόρη του Ιγγλέση που είχε κοσμηματοπωλείο στην οδό Σταδίου, με ρώτησε μια μέρα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, αν ήθελα να απασχοληθώ στην κατασκοπεία. “Τι κάνει κανείς όταν απασχολείται στην κατασκοπεία;” ρώτησα. Το ίδιο βράδυ, ο σμήναρχος Κώστας Βαλσάμης, υπασπιστής του βασιλιά, ήρθε και με βρήκε. “Ήρθα να σου λύσω κάθε απορία σχετικά με το τι κάνει κανείς στην κατασκοπεία”. Από εκείνη τη στιγμή, ξεκίνησε το πιο απρόσμενο χρίσμα της ζωής μου, η ένταξή μου στην ελληνοβρετανική οργάνωση. Αρχηγός του κλιμακίου ήταν ο Κάπτεν Βάο» διηγείται. «Αυτό τον χορό δεν τον ήξερα. Αφού μπήκα στον χορό, θα χορέψω». Τα αποδυτήρια των γυναικών, που ήταν μεγαλύτερα από άποψη χώρου, τα διαμόρφωσε σαν διαμέρισμα. Εκεί φιλοξενούσε τους αξιωματικούς που έκρυβε για να φυγαδεύσει. «Βέβαια οι μαθήτριες δεν έπρεπε να μυριστούν τίποτα. Γι’ αυτό, οι “επισκέπτες” ήταν όλη μέρα κλειδαμπαρωμένοι. Απορούσαν βέβαια κάποιες κοπέλες. Όταν με ρωτούσαν, τους απαντούσα ότι το έχω νοικιάσει σε Κύπριους φοιτητές για διαμονή, γιατί από τα δικά τους δίδακτρα δεν μπορούσα να ζήσω. Γελούσαν εκείνες και είχα το κεφάλι μου ήσυχο. Ακόμη κι αν ακούγανε κάτι, θα ήταν υποτίθεται οι Κύπριοι φοιτητές» είπε στον βιογράφο της. «Όλα αυτά στη σχολή γίνονταν κάτω από τη μύτη Γερμανών και με τη… συμπαράστασή τους, αφού είχαν αναλάβει, εν αγνοία τους, να καλύπτουν κονιάκ, φαγητό, τσιγάρα των καλεσμένων μου! Το βράδυ, όταν έφευγαν οι κοπέλες και τα φλερτ τους ανασαίναμε. Έκλεινα την πόρτα, έβγαιναν εκείνοι για να ξεμουδιάσουν και μοιράζαμε τη λεία του εχθρού».


Η Έλλη Ζουρούδη συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 1941. Οδηγήθηκε κατ’ αρχάς στις Φυλακές Αβέρωφ και στη συνέχεια στην Ελασσόνα από όπου αποφυλακίστηκε Πρωταπριλιά του 1943. Για την προσφορά της τιμήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση με τα υψηλότερα παράσημα τιμής. «Η Ζουρούδη μού εμπιστεύτηκε ονόματα από τον καλλιτεχνικό χώρο που όχι μόνο δεν μπήκαν στην Αντίσταση, ούτε καν τρωγόπιναν με τους Γερμανούς κατακτητές, αλλά συνεργάστηκαν μαζί τους, δίνοντας πληροφορίες για ανθρώπους του χώρου που ήταν ενεργά στην Εθνική Αντίσταση» λέει ο Δήμος Λεβιθόπουλος. «Αν ποτέ βγουν αυτά τα ονόματα, πολλοί θα πέσουν από τα σύννεφα για Έλληνες αστέρες που δεν στάθηκαν στο επίπεδό τους…».


Εγχειρίδιο διπλωματίας

«Κανένας πόλεμος δεν ξεκινά την ημέρα που κηρύσσεται. Έτσι και ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ξεκίνησε για την Ελλάδα από το 1939 και γιγαντώθηκε με επιθετικές και εχθρικές ενέργειες τον Ιούνιο του 1940 με βυθίσεις εμπορικών και φορτηγών πλοίων -μάλιστα υπήρξαν και νεκροί. Φυσικά, το πιο γνωστό περιστατικό ήταν η πυρπόληση της Έλλης στην Τήνο. Αλλά όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος έρχεται…», εξηγεί στον «Φ» ο Δήμος Λεβιθόπουλος.


Σε διπλωματικό επίπεδο, λοιπόν, ο πόλεμος είχε ξεκινήσει πολύ πριν προκηρυχθεί. Μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών είχε έτοιμο ένα βιβλίο που διένειμε σε δημοσιογράφους και διπλωμάτες. Είναι το ντοκουμέντο που ανήκει στο Αρχείο Ελληνικών Γραμμάτων Γεώργιος Λεβιθόπουλος και παρουσιάζει σήμερα ο «Φ».


Μέσα από το βιβλίο, μαθαίνουμε όλην την πορεία των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, αλλά και λεπτομέρειες που μέχρι εκείνη τη στιγμή -και στο πλαίσιο της ελληνικής ουδετερότητας- δεν είχαν αποκαλυφθεί. Στις σελίδες του διαβάζουμε για σαμποτάζ σε ελληνικά πλοία που πλέουν στη Μεσόγειο. Στο ίδιο βιβλίο γίνεται για πρώτη φορά η παραδοχή ότι πίσω από την πυρπόληση της Έλλης βρίσκονταν οι Ιταλοί.


Η προπαγάνδα για την «ουδέτερη» Ελλάδα είχε μπει πολύ δυναμικά στην καθημερινότητα από το 1938-1939. Η χώρα και οι πολιτικοί της δέχονταν επίθεση φιλίας από τις δύο πλευρές, προκειμένου η μία να επικρατήσει έναντι της άλλης. Ωστόσο, στις ίδιες σελίδες των εφημερίδων με τις καταχωρήσεις των δωρεών και των εκδηλώσεων, διάβαζε κανείς και διαφημίσεις για κατασκευές καταφυγίων…


«Στο ημερολόγιο του Τσιάνο -του Ιταλού που περιπαίζει στο τραγούδι της η Βέμπο ως ιαχή του Μουσολίνι; «αχ Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο, με την Ελλάδα ποιος μου είπε να τα βάνω», αναφέρεται ότι η Αθήνα θα πέσει σύντομα και αναίμαχτα. Όπως λέει ο Τσιάνο, λοιπόν, υψηλόβαθμοι στην Ελλάδα, προφανώς στρατιωτικοί και πολιτικοί, έχουν χρηματιστεί και ο συγγραφέας του ημερολογίου διαβεβαιώνει ότι «δεν θα έχουμε αντιδράσεις»», λέει ο Δήμος Λεβιθόπουλος. Η ίδια αναφορά υπάρχει και στο βιβλίο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ για το 1940, που εκδόθηκε το 1956.



Ανταπόκριση: Μαρία Ψαρά, Αθήνα

Φιλελεύθερος